λαέρτου

λαέρτου
λαέρτης
ant
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λαέρτου — Λαέρτης ant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότημα — το (Α κρότημα) [κροτώ] νεοελλ. χτύπημα, κρούση, κρότηση αρχ. 1. το έργο που γίνεται με σφυρηλάτηση 2. (για τον Οδυσσέα) πανούργος («τὸ πάνσοφον κρότημα, Λαέρτου γόνος», Σχόλ. Θεόκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”